ορκωμοτικός

ορκωμοτικός
ὁρκωμοτικός, -ή, -όν (ΑΜ) [ορκωμότης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρκο ή στην ορκωμοσία, ή αυτός που χρησιμοποιείται στη διαδικασία τής ορκωμοσίας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁρκωμοτικόν
έγγραφο το οποίο επιβεβαιώνει όρκο που δόθηκε.
επίρρ...
ὁρκωμοτικῶς (Μ)
με όρκο, με τη διαδικασία τής ορκωμοσίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁρκωμοτικά — ὁρκωμοτικός used in oaths neut nom/voc/acc pl ὁρκωμοτικά̱ , ὁρκωμοτικός used in oaths fem nom/voc/acc dual ὁρκωμοτικά̱ , ὁρκωμοτικός used in oaths fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμοτικῶν — ὁρκωμοτικός used in oaths fem gen pl ὁρκωμοτικός used in oaths masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμοτικόν — ὁρκωμοτικός used in oaths masc acc sg ὁρκωμοτικός used in oaths neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμοτικούς — ὁρκωμοτικός used in oaths masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωμοτικῶς — ὁρκωμοτικός used in oaths adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”