- ορκωμοτικός
- ὁρκωμοτικός, -ή, -όν (ΑΜ) [ορκωμότης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρκο ή στην ορκωμοσία, ή αυτός που χρησιμοποιείται στη διαδικασία τής ορκωμοσίαςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁρκωμοτικόνέγγραφο το οποίο επιβεβαιώνει όρκο που δόθηκε.επίρρ...ὁρκωμοτικῶς (Μ)με όρκο, με τη διαδικασία τής ορκωμοσίας.
Dictionary of Greek. 2013.